- μυρμηκῖτις
- μυρμηκ-ῖτις (sc. λίθος), ιδος, ἡ, a precious stoneA having the fossilized impression (or form) of a creeping ant, Plin.HN37.187.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρμηκίτις — μυρμηκῑτις, ἡ (Α) είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις)] … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek